top of page

Τα Οράματα της Μπερναντέτ

Η 11η Φεβρουαρίου του 1858 ήταν μιά μέρα, όπως όλες οι άλλες για τη δεκατετράχρονη Bernadette Soubirous.

 

Χάραμα, ξεκίνησε από το σπίτι της, με σκοπό να μαζέψει καυσόξυλα. Βιαζόταν να τελειώσει γρήγορα, για να προλάβει το σχολείο και παρέσυρε με τον ρυθμό της, την αδερφή και τη φίλη της. Δεν έδωσε σημασία στα μουρμουρητά τους κι όταν έφτασαν στον ποταμό, που περνά έξω από την πόλη, τους ζήτησε να χωριστούν για να κερδίσουν χρόνο. Πριν καλά-καλά προλάβουν να της απαντήσουν, βρισκόταν στην όχθη όπου ήταν σωρός τα ξεβρασμένα κλαδιά και παρατηρούσε τη ροή του νερού. Αναζητούσε τρόπο να τα συλλέξει χωρίς να βρέξει τις κάλτσες της και προβληματιζόταν. Αυτή ήταν, η έννοια της αλλά όταν άκουσε τον ήχο που ξεχώριζε στο φύσημα του ανέμου, την ξέχασε. Τα ξέχασε όλα, με μιάς. Δεν υπήρχε καμιά σκέψη, στο μυαλό της. Μόνον η αίσθηση πως κάποιος την παρακολουθούσε, υπήρχε κι ήταν τόσο έντονη, που κίνησε και το δικό της, βλέμμα.

 

Στη στιγμή, η δυνατή ριπή του ανέμου, μετακίνησε το πέπλο κισσού που αντίκριζε και φανερώθηκε μιά σπηλιά. Δεν την είχε ξαναδεί και απορημένη, έκανε μερικά διστακτικά βήματα προς τα κει. Η οπτική της, έγινε καλύτερη και διαπίστωσε ότι ο θάμνος που έκλεινε την είσοδο, αμυνόταν στα στοιχεία της φύσης. Δεν κουνιόταν, ούτε ένα φύλλο του και έκθαμβη, αναρωτιόταν το γιατί. Η απάντηση που αναζητούσε με τη λογική της, ήταν αδύνατον να δοθεί και η πρόκληση, έγινε μεγαλύτερη.

 

Χωρίς να το καταλάβει, πλησίασε και στάθηκε στον Βράχο που της έμοιαζε με φυσικό σκαλοπάτι για την είσοδο της σπηλιάς αλλά δεν πρόλαβε, να την εξερευνήσει.

 

Η "Γυναίκα" που άξαφνα, εμφανίστηκε μπροστά της, Την ακινητοποίησε. Παγωμένη από το σοκ, Την κοιτούσε και προσπαθούσε να εξηγήσει την παρουσία Της. Δεν ήθελε να πιστέψει πως ήταν μιά οπτασία και άφησε την πρώτη λέξη που γέννησε το μυαλό της, να γίνει το συμπέρασμά της.

 

Έβλεπε, μια "Lady". Μια λευκοφορεμένη,"Lady".

 

Δεν είχε στολίδια, το πέπλο, ο χιτώνας Της. Μόνον μιά μπλε ζώνη αγκάλιαζε τη μέση Της και κίτρινα τριαντάφυλλα, έπλεκαν στα πόδια. 

 

Βλεφάρισε για να βεβαιωθεί πως δεν ήταν αποκύημα της φαντασίας της και όταν πείστηκε, έκανε τον Σταυρό της αλλά Εκείνη, παρέμεινε στην ίδια θέση.

 

Το Ροζάριο ήταν η τελευταία ελπίδα της, για να Την αντιμετωπίσει και ψέλλισε τις πρώτες λέξεις. Προσευχόταν και περίμενε να εισακουστεί αλλά η λύτρωση, δεν ερχόταν. Ένιωθε ανήμπορη όμως έβρισκε τη δύναμη, να φωνάζει τα λόγια, της δέησής της.

 

Άργησε να συνειδητοποιήσει, πως η φωνή που έφτανε στα αυτιά της, δεν ήταν μόνον η δική της. Δεν αμφέβαλλε, παρά την ταραχή της, πως η λευκοφορεμένη "Γυναίκα" προσευχόταν μαζί της και αποφάσισε να Τη ρωτήσει ποια είναι. Θα αντλούσε κουράγιο και θα Τη ρωτούσε αν η ευκαιρία της, δεν χανόταν. Η εξαφάνισή Της, την τρόμαξε ίσως και περισσότερο από την απροσδόκητη εμφάνισή Της και αλαφιασμένη, έτρεξε στην αδερφή της. Δεν δίστασε να της πει τα όσα βίωσε όμως αμέσως μετάνιωσε και της ζήτησε να μην τα αποκαλύψει, σε κανέναν. 

 

Η παράκλησή της, δεν απέδωσε και η μητέρα τους έμαθε πρώτη για Τη "Lady" που άλλαξε με μιάς, τη ρουτινιάρικη ζωή της. Η αποκάλυψη, έφερε και την τιμωρία. Τιμωρήθηκε για πολλούς λόγους και όλοι τους, τη φόβιζαν αλλά η ανάγκη της να ξαναπάει στη σπηλιά, ήταν επιτακτική, για να μπορέσει να αντισταθεί. 

 

Τρεις μέρες είχαν περάσει και παρά την απαγόρευση, κίνησε πάλι, για εκεί. Από φόβο, είχε πάρει μαζί της Αγιασμό, αν και θεωρούσε πως ήταν απίθανο, να ξανασυναντήσει Τη "Lady".

 

Μιά οπτασία ήταν που πέρασε και χάθηκε, έλεγε στον εαυτό της, μέχρι που στάθηκε στον Βράχο. Τότε ένιωσε, πως θα Τη διέψευδε. Δεν έκανε, λάθος. Εμφανίστηκε στο σημείο που Την πρωτοείδε αλλά αυτή τη φορά, ήταν κι εκείνη έτοιμη να Την αντιμετωπίσει. Χωρίς δισταγμό, Τη ράντισε με τον Αγιασμό όμως η αντίδρασή Της, δεν ήταν αυτή που περίμενε. Με ένα νεύμα, Την ευχαρίστησε και χάθηκε από τα μάτια της.

 

Στις 18 Φεβρουαρίου, άδραξε την ευκαιρία που της παρουσιάστηκε να ξεφύγει από την επιτήρηση της μητέρας της και έτρεξε στη σπηλιά. Δεν αναρωτιόταν, αν θα συναντούσε ξανά, Τη "Lady".

 

Η βεβαιότητα, ότι ήταν απεσταλμένη από Τον Θεό, ενίσχυε την πεποίθησή της πως θα Την ξανάβλεπε και ανυπόμονη, στάθηκε στον Βράχο. Δεν Την άφησε, να περιμένει. Εμφανίστηκε μπροστά της και η χαρά της, ήταν απερίγραπτη. Με αυτό το συναίσθημα, κινητήριο δύναμη, έβγαλε από την τσέπη της όσα έπρεπε, για να καταγράψει τα λόγια Της.

 

Τα λόγια Της, αδημονούσε να ακούσει και ήταν προετοιμασμένη. 

 

"Δεν είναι αναγκαίο..." Της είπε με φωνή, που Την έκανε να ριγήσει. Ριγούσε, κάτω από το βλέμμα Της. 

 

Εστίαζε, στο χαρτί που κρατούσε στο τρεμάμενο χέρι της και Την έκανε να μετανιώνει.

 

"Υπόσχομαι να σε κάνω χαρούμενη... όχι σ' αυτόν τον κόσμο... αλλά στον επόμενο". 

 

Η υπόσχεσή Της, ήταν βάλσαμο και Την έκανε να θέλει ακόμη περισσότερα αλλά δεν τόλμησε να Τη διακόψει, για να Τη ρωτήσει.  Δεν θα στερούσε από τον εαυτό της, το άκουσμα που ήταν όμοιο, με το ψιθύρισμα του ανέμου. 

 

"Αρκεί να έρχεσαι... για δεκαπέντε μέρες εδώ".

 

Δεν πρόλαβε, ούτε να βλεφαρίσει πόσω μάλλον, να απαντήσει. Έμεινε και πάλι μόνη αλλά πια, η αγωνία της είχε καταλαγιάσει.

 

Γνώριζε τι έπρεπε να κάνει κι αποφασισμένη να αντιμετωπίσει την οικογένειά της και τις απαγορεύσεις που της επέβαλαν, πήρε τον δρόμο της επιστροφής.

 

Είκοσι τέσσερις ώρες αργότερα, απέδειξε έμπρακτα τη θέλησή της να κάνει, ό,τι της ζήτησε η "Lady". Βρισκόταν ξανά, στην είσοδο της σπηλιάς. Το αναμμένο κερί που φώτιζε με τη φλόγα του, το διάβα της μέχρι εκεί, το εναπόθεσε πάνω στον Βράχο και προσευχήθηκε. Αυτό ήταν το δικό της ευχαριστώ για την τιμή που της έγινε, να είναι αυτή η τυχερή να βλέπει Την απεσταλμένη Του Θεού.

 

Στις 20 Φεβρουαρίου, έμεινε γονατισμένη μπροστά από τη σπηλιά για ώρα και άκουγε την προσευχή που μετέφερε ο άνεμος. Στο ψιθύρισμά του, πονούσε η ψυχή της.

 

Δεν κούνησε από τη θέση της, ούτε όταν η λευκοφορεμένη "Γυναίκα" χάθηκε από τα μάτια της. 

 

Η θλίψη την κρατούσε ακινητοποιημένη, μουδιασμένη, ανήμπορη.

 

Η επόμενη μέρα, όπως και οι άλλες δύο που ακολούθησαν, ήταν ακόμη πιο δύσκολες. Όσα μάθαινε, της κόστιζαν όμως έμεινε πιστή στην απόφασή της, να επιστρέφει εκεί. 

 

Έκανε ό,τι της ζήτησε η "Lady" και άντεξε ακόμη και το μυστικό που Της αποκάλυψε. Ο σιωπηρός όρκος της, πως θα το κρατούσε επτασφράγιστο απ' όλους, είχε και πάλι, κόστος.

 

Στις 24 Φεβρουαρίου, υπάκουσε ανεπιφύλακτα, σε ακόμη μια επιθυμία Της. Δέχθηκε να μεταφέρει σ' όσους την παρακολουθούσαν να εκστασιάζεται μπροστά από τη σπηλιά, το μήνυμά Της. 

 

"Μετάνοια! Μετάνοια! Μετάνοια! Προσευχηθείτε Στον Θεό για τους αμαρτωλούς... Φιλήστε το χώμα ως πράξη μετάνοιας για τους αμαρτωλούς!" φώναξε ξανά και ξανά, τα λόγια της εντολέα Της, προκαλώντας και πάλι αντιδράσεις. 

 

Αντιστάθηκε σ' όσους θέλησαν να της απαγορεύσουν τις επισκέψεις στη σπηλιά κι έμεινε αδιάφορη σ' όσα της έλεγαν, για να τη μεταπείσουν. 

 

Στις 25 Φεβρουαρίου, στεκόταν και πάλι, μπροστά από τον Βράχο. Η παρουσία όσων την ακολουθούσαν, γινόταν ολοένα και πιο ηχηρή. Οι μετρημένοι στα δάχτυλα, ήταν πια πλήθος, ανυπόμονο.

 

Όλοι ήθελαν να δουν τη "Lady" και περίμεναν μαζί της, την εμφάνισή Της στην είσοδο της σπηλιάς. Δεν στάθηκαν τυχεροί.

 

Η λευκοφορεμένη "Γυναίκα" που έβλεπε εκείνη, ήταν αόρατη στα δικά τους μάτια. Δεν μπορούσαν να ακούσουν, ούτε τη φωνή Της. Αυτή που έφτανε στα αυτιά της και την καθοδηγούσε.

 

Οι οδηγίες Της, ήταν σαφείς και τις ακολούθησε, χωρίς ενδοιασμό. Έσκαψε στο σημείο που της υπέδειξε, μπροστά από τη σπηλιά και ήπιε το λασπωμένο νερό. Κατάπινε τη λάσπη και ακάθεκτη, έσκαβε. Έσκαβε για να βρει την πηγή που Της υποσχέθηκε και τελικά, τη βρήκε. Το νερό που ανέβλυσε, ήταν καθαρό και το γεύτηκε πρώτη...

 

Οι επόμενες μέρες, δεν την έβγαλαν από την έκσταση. Επαναλάμβανε τελετουργικά, την εμπειρία να προσεύχεται και να πίνει νερό από την πηγή, που έμοιαζε ανεξάντλητη. 

 

Στις 28 Φεβρουαρίου, οι νόμοι των ανθρώπων την ανάγκασαν να φύγει από τη σπηλιά και να παρουσιαστεί στον δικαστή, της Λούρδης. Η απειλή του πως θα τη φυλάκιζε, αν εξακολουθούσε με τον παραλογισμό της, να επηρεάζει την κοινή γνώμη, την άφησε αδιάφορη κι όταν της έδωσε την άδεια να αποχωρήσει, επέστρεψε βιαστικά στον Βράχο.

 

Το πλήθος την περίμενε και ήταν το ίδιο ανυπόμονο. Περίμενε από εκείνη μιά κίνηση, μιά λέξη που θα προέρχονταν από τη "Lady".

 

Στην 1η Μαρτίου, ένιωθε και πάλι, όλα τα βλέμματα καρφωμένα επάνω της αλλά ένα, διέφερε. Ο ιερέας που την παρακολουθούσε να προσεύχεται, ήταν το ίδιο πεπεισμένος για την ιερότητα του τόπου και την έκανε, να το νιώσει. 

 

Η έμμεση αναγνώριση, επηρέασε και μιά γυναίκα που ήταν γνωστή για την αναπηρία της. Το ίδιο βράδυ, πλύθηκε στην πηγή κι έγινε το πρώτο Θαύμα. Η είδηση πως το παράλυτο χέρι της, κινήθηκε ξανά, διαδόθηκε και οι συγκεντρωμένοι, έγιναν χιλιάδες.

 

Στις 2 Μαρτίου, η "Lady" Της ζήτησε να μεταφέρει, ακόμη ένα μήνυμα. Η επιθυμία Της, ήταν να χτιστεί παρεκκλήσι, στο σημείο όπου ανέβλυζε νερό.

 

Η απάντηση, ήταν άμεση από τον ιερέα της Λούρδης. "Πρέπει η οπτασία σου να σου πει ποια είναι... Να σου δώσει το όνομά της..." της είπε και την έφερε σε δίλημμα.

 

Δεν έκλεισε μάτι, όλη τη νύχτα. Περίμενε πώς και πώς το ξημέρωμα, για να επιστρέψει στη σπηλιά. Στάθηκε ξανά, στον Βράχο και προσευχήθηκε αλλά η λευκοφορεμένη "Γυναίκα", δεν εμφανίστηκε. 

 

Απογοητευμένη, πήγε στο σχολείο αλλά πριν καλά-καλά καθίσει στο θρανίο, ένιωσε την ανάγκη να γυρίσει πίσω. Η αγωνία της, ήταν τόση που έτρεχε σε όλη τη διαδρομή. Έφτασε ασθμαίνουσα και έσκυψε να πιεί νερό αλλά στην πρώτη γουλιά, σταμάτησε.

 

Η παρουσία δίπλα της, Την έκανε να ξεχάσει τη δίψα της. Αναθαρρημένη, Τη ρώτησε το Όνομά Της, ποια είναι αλλά η απάντηση της "Lady", ήταν μόνο ένα μειδίαμα. Αυτό πρόλαβε και είδε πριν χαθεί και πάλι, από τα μάτια της. 

 

Η άρνησή Της, να απαντήσει στις ερωτήσεις της, την έφερε ξανά, αντιμέτωπη με τον ιερέα της πόλης, που βρήκε την ευκαιρία να μεγαλώσει τις απαιτήσεις του. "Αν η κυρία που βλέπεις... πραγματικά επιθυμεί... να χτιστεί το παρεκκλήσι στον Βράχο... τότε πρέπει να μας δώσει το όνομά της... και να μας αποδείξει την παρουσία της... Ο θάμνος που βρίσκεται έξω από τη σπηλιά... πρέπει να βγάλει τριαντάφυλλα..." Τα λόγια του την τάραξαν και αδημονούσε να ξημερώσει για να επιστρέψει στη σπηλιά.

 

Ο χρόνος κύλησε και στάθηκε ξανά μπροστά από το θάμνο που την έκανε να σαστίσει όταν πρωτοπάτησε το πόδι της εκεί.

 

Η δύναμη της "Lady" τον κρατούσε ακίνητο και έδιωχνε τις αμφιβολίες της. Η δύναμή Της, ήταν δεδομένη και γι' αυτό δεν της αρνήθηκε τίποτα απ' όσα Της ζήτησε. Για δέκατη πέμπτη ημέρα, βρισκόταν και πάλι εκεί, για να Τη συναντήσει. Οι χιλιάδες συγκεντρωμένοι, περίμεναν την ανταμοιβή της. Μιά ανταμοιβή όμως, που δεν ήρθε. Η οπτασία ήταν σιωπηλή κι εξαφανίστηκε μετά από λίγο.

 

Η απογοήτευση ήταν διάχυτη και επηρέασε κι εκείνη. Για είκοσι ημέρες, δεν ένιωσε καμιά ανάγκη να επιστρέψει στη σπηλιά.

 

Στις 25 Μαρτίου, η επιθυμία της να βρεθεί ξανά στον ιερό τόπο, ήταν και πάλι κινητήριος δύναμη. Με την πίστη πως η οπτασία θα της ξαναπαρουσιαζόταν, γονάτισε στον Βράχο. Δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ.

 

Φανερώθηκε μπροστά της και Την κοίταξε επίμονα, πριν σηκώσει το βλέμμα Της στον ουρανό. Η κίνησή Της, την έκανε να ριγήσει. Ένιωσε πως ήρθε η στιγμή, που περίμενε τόσο καιρό. Δεν διαψεύστηκε.

 

Η λευκοφορεμένη "Γυναίκα", ένωσε τα χέρια Της ως να ήθελε να προσευχηθεί και της αποκάλυψε, ποια είναι.

 

"Είμαι η Άμωμος Σύλληψη" της είπε όμως εκείνη δεν κατανόησε τα λόγια Της. Απλώς, τα επανέλαβε σε όλους όσοι τη ρωτούσαν. Δεν έβρισκε άλλο τρόπο, για να συγκρατήσει τις άγνωστες λέξεις. Έπρεπε να τις θυμηθεί, για να τις μεταφέρει στον ιερέα της πόλης.

 

Ξέπνοη, έφτασε στην εκκλησία και διαπίστωσε πως όσα άκουσε από το στόμα Της, μπορούσαν να συγκλονίσουν. Αργότερα, έμαθε τον λόγο.

 

Η Άμωμος Σύλληψη αφορούσε την Παναγία και μόλις τέσσερα χρόνια πριν, είχε γίνει Δόγμα της Καθολικής Εκκλησίας.

 

Συγκλονισμένη από τη μεγάλη τιμή, έμεινε επικεντρωμένη στον ρόλο που Της ανέθεσε η Παναγία. Ένα κάλεσμα, το δικό Της, στη μικρή γαλλική πόλη. 

 

Το αναμμένο κερί που εναπόθετε στον Βράχο, ήταν η πράξη που έκανε με την ψυχή της.

 

Στις 7 Απριλίου, χρειάστηκε να προστατέψει τη φλόγα του, από την κακοκαιρία. Οι παλάμες της, θα έπρεπε να καούν αλλά η πίστη της, την άφησε στο απυρόβλητο.

 

Οι συγκεντρωμένοι έγιναν μάρτυρες και ένας γιατρός που βρισκόταν ανάμεσά τους, κατανόμασε το ανεξήγητο.

 

Θαύμα, αναφώνησε κι έγινε απ' όλους πιστευτός. Δεν είχαν κανένα λόγο, να αμφιβάλουν.

 

Η Bernadette ήταν η προστατευομένη Της Παναγίας και της παρουσιάστηκε για τελευταία φορά στις 16 Ιουλίου. Δεν μπόρεσε να τη δει από κοντινή απόσταση. Ο χώρος, η δική της σπηλιά, ήταν σε κλοιό προστασίας. Παρ' όλα αυτά, διέκρινε την ιδιαίτερη ομορφιά του προσώπου Της εκείνη την ημέρα...

bottom of page